σκληρῶ

σκληρῶ
σκληρός
hard
masc/neut gen sg (doric aeolic)
σκληρόω
harden
pres subj act 1st sg
σκληρόω
harden
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκληρώ — όω, Α [σκληρός] (μτβ.) σκληρύνω …   Dictionary of Greek

  • σκληρῷ — σκληρός hard masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρώ — σκληρός hard masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρῶι — σκληρῷ , σκληρός hard masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обострити — ОБОСТР|ИТИ (1*), Ю, ИТЬ гл. Перен. Ожесточить: i законъ полагаю. всѣмъ дш҃внымъ строителе(м). и слову хранителе(м). || ѥда когда жестокымъ обострѧ. скровеному взноситисѧ. (μήτε τῷ σκληρῷ τραχύνειν!) ΓБ XIV, 126а–б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αποσκληρύνω — (ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. σκληρῶ, όω) καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν …   Dictionary of Greek

  • σκλήρωμα — το, ΝΑ, και σκλῆμα Α [σκληρῶ] αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα …   Dictionary of Greek

  • σκλήρωση — η / σκλήρωσις, ώσεως, ΝΑ [σκληρῶ] η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο, σκλήρυνση («κασσιτέρου σκλήρωσις», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • σκληρισμός — ὁ, Α σκλήρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρῶ, κατά τα αρσ. σε ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • σκληρωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει σκλήρωση, σκληρυντικός 2. ιατρ. αυτός που πάσχει από σκλήρυνση οργάνου ή ιστού 3. φρ. «σκληρωτικά οστάρια» βιολ. α) δακτύλιος από μικρά οστά γύρω από τον σκληρό χιτώνα τού οφθαλμού τών πτηνών β) δακτύλιος από μικρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”